- τιτθός
- ὁ, Α1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. τίτθη «τροφός, βυζάχτρα»].
Dictionary of Greek. 2013.