τιτθός

τιτθός
ὁ, Α
1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)
2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός
3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. τίτθη «τροφός, βυζάχτρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιτθός — breast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοῖς — τιτθός breast masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοῖσι — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοῖσιν — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοί — τιτθός breast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθοῦ — τιτθός breast masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθούς — τιτθός breast masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθῷ — τιτθός breast masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθόν — τιτθός breast masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομότιτθος — ὁμότιτθος, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό τιτθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”